ωμοχάραξ — ὁ ή ἡ, Μ είδος πασσάλου κατάλληλου για την υποστήριξη τών κλημάτων αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος «το κάτω από την κορυφή τμήμα» + χάραξ] … Dictionary of Greek
ὠμοχάρακα — ὠμοχάραξ a prop for the forks of vines fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)